- έθνη
- (Θρησκ.). Ιστορικός όρος που αποδόθηκε από τους Ιουδαίους και τους χριστιανούς στους λαούς οι οποίοι διακρίνονταν για τις πολυθεϊστικές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή γενικότερα σε όσους δεν είχαν ασπαστεί το χριστιανικό δόγμα. Η εμφάνιση και καθιέρωση του όρου ανάγεται στους χρόνους των προφητών, οπότε παρουσιάστηκε ο κίνδυνος της συγχώνευσης των Ισραηλιτών με τους Φοίνικες και τους Χαναανίτες. Ο πρώτος που διέκρινε τον λαό του Ισραήλ από τα έ. είναι ο Ωσηέ, ο οποίος υπερασπίστηκε την προνομιακή σχέση των ομοεθνών του με τον Θεό και ισχυρίστηκε ότι μόνο αυτοί, ως περιούσιος λαός, διοικούνται με βάση δίκαιους νόμους και είναι κάτοχοι της αληθινής θρησκείας. Ο διαχωρισμός των Ιουδαίων από τους εθνικούς απέκτησε γρήγορα καθαρά ιδεολογικό περιεχόμενο και οδήγησε σε έναν συστηματικό προσηλυτισμό των ε., που κορυφώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Οι θρησκευτικές αντιλήψεις των εθνικών στερούνται το φως της αποκάλυψης, που προσδίδει αυθεντικότητα και ακλόνητο κύρος στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και είναι το αποτέλεσμα του συσκοτισμού και της εξασθένησης που υπέστη το ανθρώπινο πνεύμα εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. Κατά τους νεότερους χρόνους, και υπό την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, ο όρος έχασε την αρνητική σημασία του και άρχισε να εφαρμόζεται στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης θεολογικής αντίληψης που απέρριπτε την ειδολογική διαφορά ανάμεσα στην εθνική θρησκεία και στο χριστιανικό δόγμα και αποδεχόταν τη σπερματική ύπαρξη της θείας αλήθειας στο σύνολο των θρησκευμάτων που είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της ιστορικής πορείας του ανθρώπου.
Dictionary of Greek. 2013.